- βρεγμός
- βρέγμα, βρεγμόςSee also: s. βρεχμός.Page in Frisk: 1,264
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
βρέγμα — το (AM βρέγμα και βρέχμα, το και βρεγμός και βρεχμός, ο) το σημείο συνάντησης των ραφών ανάμεσα στο μετωπιαίο και στα βρεγματικά οστά του κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ήδη αρχαία (Ιπποκρ., Αριστ.) ετυμολόγηση της λ. < βρέχω (λόγω του… … Dictionary of Greek